- κόνδαξ
- κόνδαξ, -ακος, ὁ (Α)1. είδος παιχνιδιού που παιζόταν με ακόντιο χωρίς αιχμή2. φρ. «παίζω κόνδακα»μτφ. συνουσιάζομαι.[ΕΤΥΜΟΛ. < κόνδοι «κεραῖαι, ἀστράγαλοι» (Ησύχ.) + επίθημα -αξ, -ακος (πρβλ. ρύ-αξ, πίδ-αξ)].
Dictionary of Greek. 2013.